- χρωματουργός
- χρωματουργόςdyermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρωματουργός — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές αρχ. αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. θαυματ ουργός] … Dictionary of Greek
χρωματουργός — ο χρωματοποιός, αυτός που κατασκευάζει χρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωματουργῶ — χρωματουργός dyer masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματουργόν — χρωματουργός dyer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
χρωματοποιός — ο, Ν χρωματουργός, παρασκευαστής χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
χρωματουργία — η, Ν [χρωματουργός] βιομηχανία ή βιοτεχνία παραγωγής χρωστικών υλών, βαφών … Dictionary of Greek
χρωματουργείο — το, Ν [χρωματουργός] εργοστάσιο ή εργαστήριο παραγωγής χρωστικών ουσιών, βαφών … Dictionary of Greek
χρωματουργικός — ή, όν, Μ [χρωματουργός] ο σχετικός με το χρώμα, αυτός που έχει σχέση με τον χρωματισμό … Dictionary of Greek
χρωματουργώ — έω, Μ [χρωματουργός] ζωγραφίζω με χρώματα … Dictionary of Greek